ἀπαγγέλλομαι

ἀπαγγέλλομαι
ἀπαγγέλλω
bring tidings
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαγγέλλομαι — απαγγέλλομαι, απαγγέλθηκα, απαγγελμένος βλ. πίν. 86 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με …   Dictionary of Greek

  • μιμολογούμαι — μιμολογοῡμαι, έομαι (Α) [μιμολόγος] απαγγέλλομαι όπως οι μίμοι …   Dictionary of Greek

  • τραγωδώ — τραγῳδῶ, έω, ΝΜΑ [τραγῳδός] απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο νεοελλ. είμαι τραγωδός μσν. αρχ. τραγουδώ, άδω αρχ. 1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία 2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώ β) υπερβάλλω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”